- παιδόπουλο
- Μικρό παιδί, παιδάκι. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν π. τα παιδιά που υπηρετούσαν στα ανάκτορα και συνήθως προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Τα π. βοηθούσαν τους άρχοντες και τους αυλικούς στην υπηρεσία τους και συντρόφευαν τα παιδιά του αυτοκράτορα. Το τελευταίο αυτό γεγονός εξηγεί γιατί πολλά π., που είχαν την εύνοια των πριγκίπων και του διαδόχου, διορίζονταν αργότερα σε υψηλά αξιώματα.
Π. υπήρχαν και στα ανάκτορα των Φράγκων αυτοκρατόρων (pueri aulici). Ο θεσμός καταργήθηκε από τη Γαλλική επανάσταση αλλά τον επανέφερε ο Ναπολέων Α» και διατηρήθηκε από τον Λουδοβίκο IH» και από τον Κάρολο I».
* * *το (Μ παιδόπουλον)παιδάκι που βρίσκεται στην τρυφερή ηλικίαμσν.(επί Βυζαντινών και Φράγκων) νέος που υπηρετούσε στην αυλή ενός βασιλιά ή ηγεμόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. -πουλο(ν) (πρβλ. βασιλό-πουλο)].
Dictionary of Greek. 2013.