παιδόπουλο

παιδόπουλο
Μικρό παιδί, παιδάκι. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν π. τα παιδιά που υπηρετούσαν στα ανάκτορα και συνήθως προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Τα π. βοηθούσαν τους άρχοντες και τους αυλικούς στην υπηρεσία τους και συντρόφευαν τα παιδιά του αυτοκράτορα. Το τελευταίο αυτό γεγονός εξηγεί γιατί πολλά π., που είχαν την εύνοια των πριγκίπων και του διαδόχου, διορίζονταν αργότερα σε υψηλά αξιώματα. Π. υπήρχαν και στα ανάκτορα των Φράγκων αυτοκρατόρων (pueri aulici). Ο θεσμός καταργήθηκε από τη Γαλλική επανάσταση αλλά τον επανέφερε ο Ναπολέων Α» και διατηρήθηκε από τον Λουδοβίκο IH» και από τον Κάρολο I».
* * *
το (Μ παιδόπουλον)
παιδάκι που βρίσκεται στην τρυφερή ηλικία
μσν.
(επί Βυζαντινών και Φράγκων) νέος που υπηρετούσε στην αυλή ενός βασιλιά ή ηγεμόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. -πουλο(ν) (πρβλ. βασιλό-πουλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδόπουλο — το μικρό παιδί, αλλ. το παιδάκι, το παιδαρέλι: Τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”